- αμετρόβιος
- -ια, -ιοαυτός που έχει άμετρο, αμέτρητο βίο, ο πολύ μακρόβιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άμετρος + -βιος < βίος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμετροβίοις — ἀμετρόβιος of immensely long life masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετροβίων — ἀμετρόβιος of immensely long life masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμετρος — η, ο (Α ἄμετρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος 2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος 3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος αρχ. 1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος 2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην… … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek